- κατήρτισε
- καταρτίζωadjustaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τεβενό, Zαν ντε- — (Thιvenot, 1633 – 1667). Γάλλος περιηγητής. Ταξίδεψε σε νησιά του Αιγαίου, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στη δυτική Ασία και στην Ινδία. Κατήρτισε πλούσιες συλλογές φυτών και έκανε γνωστή στη Γαλλία τη χρήση του καφέ. Οι αφηγήσεις του… … Dictionary of Greek
Τορκεμάδας, Tομά — (Torquemada, Βαλιαδολίδ ή Τορκεμάδα 1420 – Άβιλα 1498). Ισπανός ιεροεξεταστής, δομηνικανός. Απόγονος Εβραίων, διετέλεσε μοναχός του τάγματος των Δομηνικανών και ηγούμενος της μονής Σεγκοβίας (1460 82). Εξομολογητής του Φερδινάνδου του Καθολικού… … Dictionary of Greek
Χέκελ, Ερνστ Χάινριχ — (Haeckel, 1834 – 1919). Γερμανός φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσιογραφικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Βίρτσμπουργκ και της Βιέννης. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας και διευθυντής του ζωολογικού… … Dictionary of Greek